ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

Μάϊος 2014 μέχρι και σήμερα δημοσίευση βιβλιοάποψη νέων βιβλίων στο
filanagnosiaprogram.blogspot.gr "Βιβλία και Βιβλιοφιλία"από τη Δημιουργό-Υπεύθυνη ύλης Έλενα Αρτζανίδου,συγγραφέας-εκπαιδευτικός.
Eπικοινωνία:Εmail: filanagnosia@gmail.com

Οκτώβριος 2013-Μάϊος 2014
filanagnosiaprogram.blogspot.gr "Βιβλία και Βιβλιοφιλία"Δημιουργός-Υπεύθυνη ύλης Έλενα Αρτζανίδου,συγγραφέας-εκπαιδευτικός.

Μάιος 2011-Σεπτέμβριος 2013
"Βιβλία και Βιβλιοφιλία" και μέσα από το site της Διεύθυνσης Π.Ε Ανατολικής Θεσσαλονίκης, Διευθυντής Μιχάλης Καλογραίας,Yπεύθυνη Λέσχης Ανάγνωσης Εκπαιδευτικών,Μαθητών και Φοιτητών,"Αχιλλέας Καψάλης" -Υπεύθυνη σχεδιασμού και ύλης filanagnosiaprogram.blogspot.com:Έλενα Αρτζανίδου.
Eπικοινωνία:Εmail: filanagnosia@gmail.com

Ένα βιβλίο μια ιστορία.


Η αγαπημένη Αγγελική Δαρλάση, αποκαλύπτει πως έγραψε το βιβλίο της "Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο",εκδόσεις Πατάκης.
ΒΡΑΒΕΙΟ Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου Η θεατρική διασκευή του βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο.

 Επηρεασμένη από τις ταινίες που παρακαλουθούσα (και παρακολουθώ) κάθε χρόνο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας για παιδιά και νέους, ήθελα να γράψω το σενάριο για μια ταινία δρόμου (road movie) με ήρωες παιδιά. Εκείνη την εποχή είδα τυχαία σ’ ένα αφιέρωμα για αγγέλους μια φωτογραφία από τον πίνακα του Hugo Simberg “The wounded angel” , όπου δυο αγόρια με αυστηρό ντύσιμο εποχής μεταφέρουν έναν πληγωμένο άγγελο. Ο πίνακας μου κίνησε την περιέργεια και θέλησα να μάθω αν υπάρχει κάποια ιστορία από πίσω. Δεν βρήκα. Αλλά στο μεταξύ είχα ήδη  αρχίσει να σκέφτομαι την δική μου εκδοχή, σίγουρη πως ήταν το κατάλληλο story για το σενάριο που ήθελα να γράψω και θα είχε τον τίτλο «Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο». Ταυτόχρονα μια άλλη είδηση για την βιβλιοθηκονόμο της Βασόρας, που είχε δημοσιευτεί στους New York Times είχε σφηνωθεί στο μυαλό μου κι ήξερα ότι ήθελα να αναφερθώ και σ’ αυτή την ιστορία – κι αφού θα υπήρχε και βιβλιοθήκη, να’ σου που ξεπρόβαλε κι η μορφή του Borges. Κάπως έτσι λοιπόν και με όλες αυτές τις ιδέες στο νου μου ξεκίνησα να γράφω το σενάριο. Σύντομα διαπίστωσα πως δυστυχώς επειδή ζω στην Ελλάδα, ακόμη κι αν τέλειωνα σύντομα το σενάριο, θα μου έπαιρνε χρόνια μέχρι να γίνει ταινία – αν γινόταν ποτέ. Κι έτσι εγκατέλειψα την ιδέα του σεναρίου.
Στάθηκε όμως αδύνατον να αποχωριστώ την ατμοσφαιρική εκείνη ιστορία και τους ήρωες που είχαν αρχίσει να παίρνουν σάρκα κι οστά στο μυαλό. Ήμουν τόσο επηρεασμένη που κατά τη διάρκεια μιας απίστευτης νεροποντής μου είχα την εντύπωση πως είχα δει κάτι να πέφτει από τον ουρανό και βγήκα έξω στη βροχή για να βεβαιωθώ αν ήταν της φαντασίας μου ή πραγματικότητα. Φυσικά κι ήταν της φαντασίας μου!  Αμέσως μετά, βρεγμένη όπως ήμουν, ξεκίνησα να γράφω την πρώτη παράγραφο της ιστορίας που πλέον, το είχα αποφασίσει, θα γινόταν μυθιστόρημα.  Κάπως έτσι γράφτηκε λοιπόν το «Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο» που στη συνέχεια το έγραψα και ως θεατρικό έργο. Αλλά ακόμη σενάριο δεν έχει γίνει – πού θα πάει όμως!



Η αγαπημένη συγγραφέας Κατερίνα Τζαβάρα, αποκαλύπτει πως έγραψε το βιβλίο της,
"Που να απλώσω τόση αγάπη",Κατερίνα Τζαβάρα,
εκδ. ΔΙΑΠΛΟΥΣ
 Δεν είναι εύκολο να γράφεις για αυτά που σε πληγώνουν.
Μπορεί οι σκέψεις να ρέουν με ταχύτητα πάνω στο χαρτί, αλλά στο τέλος της μέρας ,εκείνη ακριβώς τη στιγμή που κλείνεις το φως και τις σημειώσεις σου και ξαπλώνεις, ο ήρωας σου εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο και διεκδικεί την αλήθεια του.
Δεν σε αφήνει, δεν θέλει να χαλαρώσεις. Του έδωσες υπόσταση, δύναμη.
Θέλει να βγει νικητής.
Το « Πού να απλώσω τόση αγάπη; » γράφτηκε κατά το ήμισυ μέσα στο τρένο, στη διαδρομή Αθήνα- Θεσσαλονίκη, πάνω σε ένα τσαλακωμένο χαρτί Α4 πριν ένα χρόνο περίπου. Δεν είχε προσχεδιαστεί , συζητηθεί, αποφασιστεί  (μέσα στο μυαλό μου, ούτε και πουθενά αλλού…). Εκεί που χάζευα τις – άσχετες με το βιβλίο- σημειώσεις μου πάνω στο τσαλακωμένο Α4 , άρχισα να γράφω, να γράφω και να κοιτάζω έξω απτό παράθυρο, να ταξιδεύω και να γράφω, να κοιτώ το χαρτί  και να ταξιδεύω…
Έτσι ξεκίνησε να γράφεται  η ιστορία ενός μικρού αγοριού που ξυπνά μια μέρα κακόκεφο και κοιτώντας γύρω του συνειδητοποιεί πως ,εδώ και καιρό, έχει παραμελήσει και παραπετάξει όλα τα « αγαπημένα» του… την αγάπη της μαμάς, τα γλυκά λογάκια της γιαγιάς, το χαμόγελο του μπαμπά, τα βιβλία, τα παιχνίδια του. Αποφασίζει , λοιπόν, να τα ξεπλύνει από τις τύψεις και τον εγωισμό και να τα βάλει στο «πλυντήριο της συγγνώμης» !
Η έννοια της συγγνώμης είναι κι αυτή λίγο… παραπεταμένη στις μέρες μας. Ακόμη και τα παιδιά που αυθόρμητα ή έστω αντανακλαστικά ζητούσαν μια συγγνώμη, τώρα δυσφορούν και αδιαφορούν συνήθως. Διστάζουν και πεισμώνουν απέναντι στον φίλο, τη δασκάλα, τους γονείς ( τα αιώνια σύμβολα προσφοράς και αγάπης). Τουλάχιστον αυτό διαπιστώνω ως εκπαιδευτικός μέσα στη σχολική πραγματικότητα. Ό λα γυρίζουν γύρω από τον εαυτό μας, ξεχνώντας πως είναι η έντιμη και άδολη αγάπη αυτή που μας δίνει φτερά…
Την αληθινή συγγνώμη και αγάπη προς όλους και όλα που είχαν υποστεί την αδιαφορία του ήθελε να εκδηλώσει κι ο ήρωας του βιβλίου και ίσως έτσι να προτρέψει κι εμάς τους μεγαλύτερους να μην φοβόμαστε ή ντρεπόμαστε να ζητήσουμε συγγνώμη από τα παιδιά μας. Ή και από εμάς τους ίδιους.
Τι καλά να έχουμε όλοι πάντα περίσσευμα αγάπης να απλώνουμε σε όλο και πιο μεγάλα σχοινιά…

Ο συγγραφέας Παναγιώτης Τσιρίδης, μας αποκαλύπτει πως έγραψε το βιβλίο,
«Ο Ευτύχιος Καλλέργης και η συλλογή με τους εφιάλτες, Εκδόσεις Ψυχογιός».
Μου είναι αρκετά δύσκολο να σκεφτώ με καθαρότητα για ποιο λόγο έχω γράψει ένα βιβλίο. Ίσως γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις το πραγματικό κίνητρο είναι αυτό που μας διαφεύγει και αυτό ακριβώς που δραπετεύει από τη συνείδηση μας ενδεχομένως να βρει το δρόμο του στην τέχνη. Η συλλογή με τους εφιάλτες ξεκίνησε με τα όνειρα του γιου μου. Είχαμε ανακαλύψει και οι δυο μας πως η αφήγηση ενός εφιάλτη δεν είναι τόσο τρομερή. Αντιθέτως μπορεί να κάνει το «τρομερό όνειρο» να χάσει την τρομάρα του. Αυτό που ποτέ δεν κάναμε ήταν να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τα όνειρα. Ούτε με την ψυχαναλυτική, ούτε με την συμπεριφοριστική, ούτε με την Καζαμιακή ερμηνεία των ονείρων. Αυτό νομίζω πως αποτελεί ένα βασικό πλαίσιο σεβασμού στον ασυνείδητο κόσμο του άλλου. Στη συνέχεια άρχισα να συλλέγω εφιάλτες από ενήλικες γνωστούς μου τους οποίους έβλεπαν, όταν ήταν μικροί. Αυτό το πρώτο υλικό της συλλογής το μετέφερα στο δημοτικό σχολείο στο πλαίσιο της ευέλικτης ζώνης και της δημιουργικής γραφής.  Τα παιδιά άκουγαν με έντονο ενδιαφέρον τους εφιάλτες σαν να παρακολουθούσαν κινηματογραφική ταινία. Αμέσως μετά από κάθε αφήγηση ήθελαν να μιλήσουν για τα δικά τους όνειρα και αργότερα οργανώσαμε τη δική μας συλλογή, γράφοντας κάθε παιδί τον ή τους εφιάλτες, που ήθελε. Όλο αυτό το υλικό αποτέλεσε τη βάση για τη λογοτεχνική μεταφορά της συλλογής σε βιβλίο. Ο Ευτύχιος Καλλέργης, ως πρόσωπο, επινοήθηκε ενώ η συλλογή με τους εφιάλτες είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Η αλήθεια είναι πως δεν είχα καθόλου σκεφτεί από πριν τη σημασία του κύριου Ευτύχιου στο βιβλίο, ούτε βέβαια και το προσωπικό του αίτημα να συλλέγει εφιάλτες από τα παιδιά της γειτονιάς προκειμένου να βρει και αυτός τα χαμένα του όνειρα. Εκ των υστέρων, και από την πλευρά του αναγνώστη, μπόρεσα να δω αρκετά πράγματα, που δεν είχα σκεφτεί γράφοντας το παραμύθι αυτό και βέβαια είμαι σίγουρος για την ύπαρξη πολλών ακόμα πτυχών, που ούτε καν έχω αντιληφθεί.  Ίσως το γράψιμο ενός βιβλίου να μοιάζει αρκετά με τη δημιουργία ενός ονείρου. Εκεί δηλαδή όπου το προφανές ονειρικό περιεχόμενο μεταφέρει μαζί του ένα μεγάλο μέρος ασυνείδητου υλικού, μεταμορφωμένο σε εικόνες, σενάριο με σασπένς, ευφυολογήματα και κρυμμένες επιθυμίες.
Ο αγαπημένος συγγραφέας,Κώστας Πούλος, μας αποκαλύπτει πως έγραψε το βιβλίο του:
Σιγά τα αυγά,εκδόσεις Μεταίχμιο
Όπως είναι γνωστό, για το γράψιμο κάθε βιβλίου υπάρχει μια αφορμή. Αυτή καρφώνεται στο νου του συγγραφέα και προσπαθεί να ριζώσει και να απλώσει. Μόλις εδραιωθεί στη σκέψη και γίνει εμμονή, περνάει στο χαρτί ή στον υπολογιστή και σιγά σιγά μετασχηματίζεται σε ιστορία. Ιδού, λοιπόν, ποια υπήρξε η πρώτη αφορμή για το γράψιμο του πρόσφατου βιβλίου μου με τον τίτλο “Σιγά τα αυγά”.
Στις πρώτες τάξεις του δημοτικού η κόρη μου είχε μια δασκάλα που, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, πάσχιζε να μάθει στα παιδιά όλες τις διατυπώσεις ευγενείας, στα πλαίσια των λεγόμενων “καλών τρόπων”. Η προσφώνηση “κύριος” και “κυρία” εκφράζουν σεβασμό και είναι απαραίτητες όταν απευθυνόμαστε σε ανθρώπους που είναι κάποιας ηλικίας. Η μικρή πήρε πολύ πατριωτικά το θέμα του σεβασμού και προσφωνούσε αδιακρίτως όλους του μεγαλύτερους με τον τρόπο αυτό.
-Κύριε μανάβη, μου δίνετε ένα κιλό μήλα; (ήθελε να ψωνίζει μόνη της).
Ή:
-Η κυρία καθαρίστρια μας είπε να πετάμε τα χαρτάκια από τις σοκολάτες στον κάδο των σκουπιδιών και όχι στο διάδρομο ή στην αυλή.
Η ζωή μας, θυμάμαι, είχε γεμίσει σεβασμό και καλούς τρόπους, ώσπου μια μέρα έγινε κάτι τρομερό: ένας σεισμός! Καθώς ήμαστε καθισμένοι στο σαλόνι, οι τοίχοι άρχισαν να τρέμουν και διάφορα αντικείμενα έπεφταν από τις βιβλιοθήκες! Οι σεισμολόγοι είχαν την τιμητική τους στα δελτία με ένα σωρό πρωτάκουστες, για τα παιδιά λέξεις: σεισμικές δονήσεις, προσεισμός, μετασεισμός, ρίχτερ και άλλα τέτοια. Το ζητούμενο ήταν το είδος της συγκεκριμένης δόνησης, που είχε πάει την ψυχή μας στην Κούλουρη.
-Σύμφωνα με τους σεισμολόγους πιθανότατα επρόκειτο για τον κύριο σεισμό, είπε σοβαρά η παρουσιάστρια του κεντρικού δελτίου. 
Παρά τα “πιθανότατα” και τα “μάλλον” των επιστημόνων, η είδηση έγινε δεκτή με ανακούφιση. Αν αυτός ήταν ο κύριος σεισμός, οι αναμενόμενες μετασεισμικές δονήσεις θα ήταν σαφώς μικρότερες. Για την κόρη μου όμως το πράγμα είχε και μια άλλη διάσταση.
-Να ρωτήσω κάτι; είπε.
-Να ρωτήσεις.
-Αφού είναι τόσο κακός, γιατί τον λέμε κύριο;
Δεν μπορώ να θυμηθώ την απάντηση που έδωσα στο ερώτημα. Θυμάμαι όμως ότι, μετά τις πρώτες αντιδράσεις και τις εξηγήσεις, έσπευσα να σημειώσω τη δισημία της λέξεις κύριος σε ένα χαρτάκι, το οποίο στη συνέχεια χάθηκε και βρέθηκε κάμποσες φορές σε διάφορες τσέπες και συρτάρια (είμαι κάπως ακατάστατος, πρέπει να πω!), ώσπου προβιβάστηκε και μπήκε στον υπολογιστή. Εκεί περίμενε μερικά χρόνια, ώσπου κάποτε αποφάσισα ότι θα μπορούσα να γράψω ένα βιβλίο σχετικό με σεισμούς. Στη διαδικασία της συγγραφής του η αφορμή αδυνάτισε, το χέρι ξεστράτισε για άγνωστους λόγους και τελικά, μέσα από τους σεισμούς που συνταράσσουν ολόκληρο το βιβλίο, το θέμα που αναδύθηκε ήταν ο εκφοβισμός και οι ρατσιστικές συμπεριφορές. Η αφορμή που το γέννησε θα μπορούσε να μην αντέξει τις αλλαγές και να εξοβελιστεί. Στην περίπτωση όμως του “Σιγά τα αυγά” κατάφερε με κάποιο τρόπο να επιβιώσει.
Αν δεν το πιστεύετε, μπορείτε να το δείτε στο βιβλίο...


H Ιωάννα Μπαμπέτα, γράφει για το ένα βιβλίο μια ιστορία, «Η Μελίνα Ντεντέκτιβ»,Μεταίχμιο.
Όταν ήμουν μικρή έβλεπα έναν άστεγο να τριγυρνάει στους δρόμους της Γλυφάδας. Να ψάχνει στα σκουπίδια και να περιφέρεται φτωχικά ντυμένος. Δεν μιλούσε σε κανέναν, δεν ενοχλούσε κανέναν. Μόνος του συνέχεια. Πρέπει να προσθέσω πως εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν άστεγοι όπως δυστυχώς βλέπουμε συχνά γύρω μας τον τελευταίο καιρό. Δεν ήμασταν τόσο ευαισθητοποιημένοι. Η φτώχια και η δυστυχία ήταν για τους περισσότερους από εμάς κάτι μακρινό…
Όταν τον έβλεπα λοιπόν, τον φοβόμουν. Μου φαινόταν τρομαχτικός. Έτρεχα μακριά του και κρυβόμουν.
Η εικόνα του όμως έμεινε μέσα στο μυαλό μου. Κι όταν μεγάλωσα και κατάλαβα, η μοναξιά του με στοίχειωσε.
Το να γράψω τη Μελίνα ντετέκτιβ ήταν σαν να του ζητώ συγγνώμη που δεν έκανα τίποτα. Τι θα μπορούσα άλλωστε να κάνω; Ένα μικρό παιδί ήμουν. Όπως και η Μελίνα που δεν μπόρεσε να σώσει τον κύριο Ιάκωβο, τον άστεγο της ιστορίας, και να τον βγάλει από τη δυστυχία του. Όμως τον κοίταξε. Τον νοιάστηκε. Και νομίζω πως αυτό είναι το πιο σημαντικό βήμα. Να κοιτάξουμε γύρω μας. Να νοιαστούμε πραγματικά για τους ανθρώπους και κυρίως για όσους έχουν την ανάγκη μας. Ίσως τότε ο κόσμος να γίνει τόσο δα καλύτερος.


Ένα βιβλίο μια ιστορία από τη συγγραφέα Μαρία Αγγελίδου.
Ιστορίες που τις είπε ο Πόλεμος, Ιστορίες που τις είπε η Θάλασσα, της Μαρίας Αγγελίδου, εκδ. Μεταίχμιο.
με τη λαμπρή εικονογράφηση της Ίριδας Σαμαρτζή.
 Τη σειρά «Ιστορίες που τις είπε...» δεν την σκέφτηκα ποτέ σαν βιβλίο. Ή έστω σαν βιβλία. Δεν θυμάμαι καν πότε άρχισε να γεννιέται αυτή η σκέψη στο μυαλό μου. Ο καθένας έχει την αδυναμία του, η δική μου είναι η Ιστορία και οι ιστορίες. Η Μεγάλη Ιστορία. Και οι μικρές ιστορίες. Χωρίς Αυτήν και χωρίς αυτές δεν μπορώ να φανταστώ τον κόσμο. Η σειρά, λοιπόν, «Ιστορίες που τις είπε...» για μένα δεν είναι βιβλία. Είναι μια πρόταση, μια ιδέα, ένας καινούργιος τρόπος να βλέπουμε το Χρόνο που περνάει. Και να νοιώθουμε οτι η Ιστορία δεν είναι απλά και μόνο ένα μάθημα, αλλά η ζωή μας η ίδια. Η ζωή των πριν από μας, σύμφωνοι. Αλλά και η ζωή η δική μας, τώρα δα, τώρα. Και το κυριότερο: η ζωή των μετά από μας, δηλαδή των παιδιών μας.
Κάθε «αφηγητής» της σειράς, παίρνει το λόγο με τη σειρά του και φωτίζει στιγμιότυπα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας –με το δικό του βλέμμα, φυσικά-, με σκοπό όχι να διδάξει, αλλά να συναρπάσει τους ακροατές του. Όσο μοναχικές φιγούρες κι αν μας φαίνονται η Πέτρα, η Αγάπη, η Θάλασσα, ο Δρόμος, ο Πόλεμος, κατά βάθος άλλο δεν θέλουν παρά να μαγέψουν τ’ αυτάκια μας. Για μας μιλούν, για μας γνέθουν κόκκινη κλωστή και στήνουν τις ιστορίες τους, για μας χτίζουν με τα λόγια τους παραμύθια και ιστορίες.
Το μυστικό μου στοίχημα σ’ αυτή τη σειρά: θέλω κάθε μία ιστορία ξεχωριστά να μ’ αρέσει και να με σαγηνεύει περισσότερο, και πιο πολύ ακόμα. Πλέκω τις πλοκές τους όταν τρέχω. Βήμα-βήμα. Όταν σκεφτώ κάτι που μ’ αρέσει, τρέχω πιο γρήγορα –και φυσικά πιο ξεκούραστα. 
Από μέσα μου δε σκέφτομαι τις ήδη γραμμένες ιστορίες με λόγια, που δεν φτάνουν ποτέ στα βιβλία. Έτσι θα σας τις παρουσιάσω τώρα:
Οι ιστορίες του Πολέμου είναι ανυπόμονες. Θέλουν να φτάσουν στο τέλος. Είναι γεμάτες φόβο, γεμάτες μαύρη βιασύνη, γεμάτες λαμπερό θρίαμβο.
Οι ιστορίες της Αγάπης είναι συναρπαστικές. Δεν θέλουν να φτάσουν στο τέλος. Είναι δυστυχώς γεμάτες τρομερά ψέμματα – και τρομερές αλήθειες.
Οι ιστορίες του Δρόμου είναι οι αγαπημένες μου: πάνε κι έρχονται, κάνουν βόλτες, περπατούν, τρέχουν, κοντοστέκονται. Γυρίζουν τον κόσμο και βλέπουν.
Οι ιστορίες της Πέτρας είναι εύκολες. Δεν φεύγουν. Είναι γεμάτες σκέψη.
Οι ιστορίες της Θάλασσας, όμως, είναι οι πιο νόστιμες και οι πιο παιχνιδιάρες απ’ όλες. Θέλουν να ταξιδεύουν, θέλουν να παίζουν, θέλουν να απορούν με τα παράξενα, θέλουν να σκέφτονται, ν’ αγαπάνε, να μην τελειώνουν ποτέ. Είναι γεμάτες ομορφιά.


Ένα βιβλίο μια ιστορία, από τη Ράνια Μπουμπουρή.
«Στο αυτοκίνητο δε σε αγαπώ», Εκδόσεις Ψυχογιός
Το καλοκαίρι του 2011, η οικογένειά μου διένυσε πολλά χιλιόμετρα με το αυτοκίνητο: ο σύζυγός μου, οι δύο κόρες μας –τότε 4,5 και 2,5 ετών– κι εγώ. Όπως επιβάλλουν οι κανόνες ασφαλείας για τα παιδιά μες στο αυτοκίνητο, κάθονταν και οι δύο στα ειδικά καθίσματά τους. Αυτό το τηρούσαμε από την πρώτη στιγμή που γίναμε γονείς. Ποτέ δεν ταξιδεύαμε με τα παιδιά στην αγκαλιά, στο κάθισμα του συνοδηγού ή σε όποια άλλη εκδοχή βλέπουμε συχνά, δυστυχώς, στους δρόμους της χώρας μας. 
Η μεγάλη το είχε αποδεχτεί και δεν είχαμε πρόβλημα. Η μικρή όμως χαλούσε τον κόσμο κάθε φορά: κλάματα, τσιρίδες, γκρίνια, νεύρα, μούτρα, παρακάλια – οτιδήποτε για να γλιτώσει απ’ τη ζώνη ασφαλείας και το κάθισμά της. Οπότε, κάποια στιγμή γυρίζει και μου λέει: «Μαμά, στο αυτοκίνητο δε σε αγαπώ». Ο νους μου φωτίστηκε με την ατάκα αυτή και η ιστορία άρχισε να γεννιέται. Γράφοντάς την, τη διάβαζα στα παιδιά και στο σύζυγό μου και τη συζητούσαμε. «Να βάλουμε τα κορίτσια να τους κολλάει το παγωτό στη μούρη;» «Να τα βάλουμε!» «Να βάλουμε τη γιαγιά να διηγείται μια ιστορία από τα παλιά;» «Να τη βάλουμε!» Οι κόρες μου χάρηκαν τη διαδικασία της συγγραφής όσο κι εγώ, και… μαντέψτε! Από τότε μέχρι σήμερα, η μικρή μας δεν παραπονέθηκε ποτέ ξανά γι’ αυτό το θέμα! Έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η ιστορία που θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 2013 από τις Εκδόσεις Ψυχογιός κι ευελπιστώ ότι θα βοηθήσει πολλούς γονείς στην εκπαίδευση των παιδιών τους για τους κανόνες ασφαλείας στο αυτοκίνητο.

Ένα βιβλίο μια ιστορία από την Χαρά Κατσαρή,"Η μάγισσα Τσαπατσούλια"εκδ.Διάπλαση
Το καλοκαίρι που μόλις τελείωσε, κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Διάπλαση τρία καινούρια μου βιβλία με ηρωίδα την μάγισσα Τσαπατσούλα. Είναι φύλλα εργασίας για το Νηπιαγωγείο, εμπλουτισμένα με μια δόση παραμυθιού.
Αυτή είναι μια ηρωίδα που γεννήθηκε μέσα στην τάξη στην προσπάθειά μου να κάνω πιο παιχνιδιάρικο το μάθημα. Έτσι λοιπόν, όποτε έπρεπε να κάνουμε ταξινομήσεις, αντιστοιχίες κλπ, αντί να δώσω στα παιδιά το υλικό και να τους ζητήσω να κάνουν ότι έπρεπε, έλεγα ότι υπάρχει μια μάγισσα η Τσαπατσούλα που έρχεται στο νηπιαγωγείο μας κι όλα μας τα μπερδεύει και να τώρα εμείς πρέπει να τα ξεμπερδέψουμε και να τα βάλουμε ανά χρώμα ή στη σειρά κλπ.
Μια μέρα μπήκε στην τάξη μας μια μύγα και δεν έφευγε με τίποτα. Τι που ανοίξαμε τα παράθυρα, τι που της κάναμε ξου, αυτή εκεί, πάνω απ’ τα κεφάλια μας να ζουζουνίζει. Στο τέλος της μέρας, κάποιο από τα παιδιά μου ξεφώνισε με μάτια που έλαμπαν. «Το ξέρω κυρία ποιανού είναι αυτή η μύγα! Είναι της μάγισσας Τσαπατσούλας, αυτή την έστειλε!» Έτσι η μαγισσούλα μας απέκτησε κατοικίδιο, τη μύγα ΖΖίνα που την ακολουθεί και τη βοηθάει σε όλες της τις περιπέτειες.

Ένα βιβλίο μια ιστορία από την Κατερίνα Θεοδωράκη
"Η περιπέτεια της σταγόνας", εκδόσεις Βαρφής
Λατρεύω τη βροχή! Και το ξέρουν όλοι γύρω μου. Καλοκαιρινή μπόρα, ευτυχισμένη, κάθομαι στο μπαλκόνι μου και μελετώ με προσήλωση  τις σταγόνες της βροχής: τις μεταξύ τους αποστάσεις, το βάρος τους, την ταχύτητά τους, τη δύναμη με την οποία προσγειώνονται στην άσφαλτο, τα ρυάκια που σχηματίζονται κάτω στο δρόμο… Μια σταγόνα πέφτει πάνω στο χέρι μου. Μου χαμογελά… της χαμογελώ κι εγώ… Κι αρχίζει να μου μιλά. Και να μου αφηγείται την ιστορία της! Ακριβώς,  έτσι,  δημιουργήθηκε «η περιπέτεια της σταγόνας». Μια καλοκαιρινή βροχή, μια αδιάφορη και συνηθισμένη κατά τα άλλα μέρα, ήταν η αρχή της δημιουργίας. H συνέχεια και η ολοκλήρωση ήταν εύκολη.

Ένα βιβλίο μια ιστορία από τη Σύρμω Μιχαήλ.
«Ώστε εγώ είμαι ο παράξενος, ε!»
Εκδόσεις: Παπαδόπουλος
Αυτό το μικρό πρώτο μου βιβλιαράκι γεννήθηκε μια μέρα που αφού είχα τελειώσει με όλες τις δουλειές που έπρεπε να κάνω, έκατσα μπροστά στον υπολογιστή μου κι άνοιξα μια λευκή σελίδα. Είχα στο μυαλό μου να δοκιμάσω να φτιάξω κάτι σαν οδηγό για τα ζωάκια που συναντάει κανείς στην ακροθαλασσιά-κοχύλια, σκουλήκια, καβουράκια. Σκεφτόμουν κάμποση ώρα κοιτώντας τη λευκή οθόνη αλλά δεν έγραφα τίποτα. Μετά, ακούμπησα τα δάχτυλά μου στο πληκτρολόγιο κι έγραψα: Ζούσε κάποτε ένας ιππόκαμπος.
Αυτό ήταν. Άρχισα να γράφω, βιαστικά, λες και με κυνηγούσε κάποιος. Η ιστορία σχηματίστηκε όλη μεμιάς μες στο κεφάλι μου. Από πού είχε έρθει όλο αυτό; Δεν είμαι σίγουρη. Πάντως αυτό συνεχίστηκε για μερικές μέρες. Ότι κι αν έκανα είχα το μυαλό μου στην ιστορία μέχρι που την τελείωσα. Έκτοτε, ποτέ δεν έχω ξαναγράψει με τέτοιο ρυθμό.
Σημείωση : εκείνο τον οδηγό δεν τον έκανα ποτέ. 

Ένα βιβλίο μια ιστορία από τη Μαρία Ρουσάκη. 
Πως έγραψα το «Κολυμπώντας στα βαθιά»
 Εξαντλημένη από τη δύσκολη καθημερινότητα με δύο μωρά, 9 και 27 μηνών, και ταλαιπωρημένη από μια βαριά ασθένεια, ένιωθα την απέραντη ανάγκη να φύγω από την βοή της πρωτεύουσας, να αλλάξω ήχους και μυρωδιές.  Ήταν καλοκαίρι άλλα την ανέμελη ζεστασιά της δεν την αντιλαμβανόμουν.  Το σώμα και η ψυχή αναζητούσαν καινούριο έδαφος να ανασυγκροτηθούν.  Κολυμπούσα στα βαθιά και οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν.  Μάζεψα τα απαραίτητα των παιδιών γεμίζοντας ένα ολόκληρο αμάξι και έφυγα.  Πήγα όσο πιο μακριά μου επέτρεπε ο δρόμος.  Στην ορεινή Μεσσηνία, στο χωριό των γονιών μου, στις ρίζες μου.  Για τις ρίζες και τον τόπο μου άλλωστε είχα ήδη γράψει στο μυθιστόρημα μου «Οι Λεμονιές». 
Τώρα πλέον με δύο μικρούς θησαυρούς - τους γιους μου – εγκαταστάθηκα για τους καλοκαιρινούς μήνες στο παλιό σπίτι των παππούδων και τον προπαππούδων…ούτε γνωρίζει κανείς πότε χτίστηκε ή πόσες γενιές έχει φιλοξενήσει αυτό το σπίτι.  Η ανάγκη μου να δραπετεύσω εκπληρώθηκε.  Η ψυχή και το σώμα ήθελαν ακόμα χρόνο να υπάρξουν ξανά αρμονικά μαζί άλλα στον τόπο εκείνο όλα γλύκαιναν και ο κόπος περιοριζόταν. 
Αφού κοίμιζα τους θησαυρούς κάθε βράδυ στις εννιά, άνοιγα το πιστό μου λάπτοπ στην μικρή κουζινίτσα.  Έπρεπε κάτι να τους γράψω…κάτι δικό τους…κάτι να τους ανήκει.  Κάθε βράδυ έγραφα.  Δεν ήξερα το θέμα, ούτε ποια πλήκτρα θα πατούσαν τα δάχτυλα μου για να κατευθύνω τη πλοκή.  Δεν ήξερα όλους τους χαρακτήρες.  Μόνο δύο.  Θα έγραφα για δύο αδέρφια – για δύο πολύ διαφορετικά αδέρφια.  Μαζί θα έβρισκαν το δρόμο τους.  Και έτσι απλά το βρήκαν.  Μέσα από τις σελίδες της δικής τους ιστορίας άνοιξαν έναν δρόμο προς την αδελφικότητα και την επιβεβαίωση της αγάπης.  Έτσι βρήκα και εγώ τον δρόμο μου.
Τέλος καλοκαιριού του 2005 επέστρεψα στην πρωτεύουσα με τους θησαυρούς μου και με ένα νέο μυθιστόρημα.  Ακόμα κολυμπούσα στα βαθιά άλλα είχα αποκτήσει καινούριες δυνάμεις.  Θα τα κατάφερνα.
Φέτος, ο μεγάλος μου γιος, εννιά χρονών σήμερα, διάβασε το «Κολυμπώντας στα βαθιά».  Λέει ότι είναι το καλύτερο βιβλίο που έχει διαβάσει ποτέ του.  Ίσως νιώθει ότι αυτή η ιστορία όντως του ανήκει…αφού του την χάρισα με όλη μου την αγάπη.
  
Ένα βιβλίο μια ιστορία από τη Βούλα Μάστορη.

Πως γράφτηκε το,
"Ένα γεμάτο μέλια χεράκι"... «http://voulamastori-
Το 1977 διάβασα τυχαία μια μέρα στην εφημερίδα ότι "Σε μια πόλη της Γαλλίας πέθανε ένα γεροντοπαλίκαρο αφήνοντας όλη του την περιουσία σ' ένα μικρό γειτονόπουλό του, γιατί, όπως έγραψε στη διαθήκη του, "...την πρώτη μέρα που τον γνώρισα μου χάρισε το γλειφιτζούρι του κι αυτό το γεμάτο μέλια χεράκι μες στη φούχτα μου ήταν ό,τι ωραιότερο συνέβη στη ζωή μου".» Αυτή η μικρή είδηση, μαζί και με το γεγονός ότι πρόσφατα είχε πεθάνει ο πατέρας μου και ο νιογέννητος γιος μου δε θα τον γνώριζε ποτέ, με έκαναν να γράψω το "Ένα γεμάτο μέλια χεράκι"... Το έγραψα μέσα σε μια νύχτα, καθώς ξενυχτούσα πάνω από την κούνια του μωρού μου, που έκλαιγε ασταμάτητα, λες και θρηνούσε το θάνατο του παππού του...
    Όταν, χειρόγραφο, το πήγα στον ΚΕΔΡΟ (ήταν ένας μικρός καταπληκτικός εκδοτικός οίκος τότε στην Πανεπιστημίου) και το έδωσα στη Νανά Καλιανέση (ναι, η Νανά με είχε ήδη "υιοθετήσει" ως συγγραφέα εκδίδοντας το βιβλίο μου «Η Χώρα με τις δύο πολιτείες και τις μυγδαλένιες κούνιες»), εκείνη με έβαλε να της το διαβάσω πάνω στο πατάρι, όπου ήταν και το γραφείο της. Όταν τέλειωσα το διάβασμα, την είδα να χαμογελάει ικανοποιημένη.
   "Θα το εκδώσω" μου είπε.
    Ήταν το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο που είχα γράψει. Άγνωστη ακόμη συγγραφέας. Για να σου βγάλουν εκείνη την εποχή ένα βιβλίο, έπρεπε να περιμένεις πολύ στη σειρά, για να βγουν τα ήδη προγραμματισμένα (και με προτεραιότητα πάντα των γνωστών συγγραφέων).
   "Πότε λέτε να το εκδώσετε;" ρώτησα δειλά.
   "Τέτοια βιβλία, Βούλα μου, δεν  περιμένουν τη σειρά τους!" μου απάντησε εκείνη με πλατύ χαμόγελο και θεώρησα αυτή την απάντηση μεγαλύτερο βραβείο κι από αυτά που είχα ήδη πάρει την προηγούμενη χρονιά για δύο έργα μου. Από τότε αυτό το βιβλίο εξακολουθεί να μπαίνει αγέραστο στα βιβλιοπωλεία και στις βιβλιοθήκες κερδίζοντας νέους αναγνώστες και δικαιώνοντας τη συχωρεμένη εδώ και πολλά χρόνια Νανά Καλλιανέση.
http://voulamastori-ena-gemato-melia-xeraki.blogspot.com/

                              Ένα βιβλίο μια ιστορία από τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο.
Πώς γράφτηκε το βιβλίο μου «Τα Χριστούγεννα των παιδιών»
Αυτό που δεν ξέρουν οι αναγνώστες είναι πόσο απολαυστικό είναι το γράψιμο.Αυτή η μυστική απόλαυση της γραφής, πολλές φορές λυτρώνει, θεραπεύει, χαρίζει χαρά, απαλύνει τον πόνο … Και μόνο για αυτήν αξίζει κανείς να γράφει!
Τα Χριστούγεννα για εμένα είναι πάντα μια ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης – ίσως γιατί οι γονείς μου χάρισαν υπέροχα Χριστούγεννα στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια.
Ήταν Χριστούγεννα του 1996 όταν για πρώτη φορά έμενα μόνος σε ένα δικό μου σπίτι. Αν και δεν ήμουν πια στην οικογενειακή στέγη τήρησα όλα τα έθιμα μας: στόλισα δέντρο, γέμισα τις πιατέλες με δίπλες κουραμπιέδες και μελομακάρονα, πήρα δώρα για όλους και τα έβαλα γύρω από το δέντρο, διακόσμησα στο παράθυρο όσες κάρτες έλαβα. Δε φανταζόμουν έτσι την πρώτη εκτός οικογένειας κατοικία μου, αλλά ένας χωρισμός και η απόφασή μου να προχωρήσω μόνος με είχαν οδηγήσει σε αυτό το μικρό στούντιο της οδού Ξενοφώντος. 
Την παραμονή των Χριστουγέννων ήδη από την προηγούμενη χρονιά, την οποία είχε κυκλοφορήσει το πρώτο μου βιβλίο, είχα καθιερώσει νέο προσωπικό έθιμο,μια βόλτα στα βιβλιοπωλεία. Συναντούσα φίλους και διαλέγαμε μαζί τα βιβλία που θα αγοράζαμε. Έκανα λοιπόν τη βόλτα μου και με μια αγκαλιά βιβλία γύρισα στο σπίτι μου. Για να δημιουργήσω χώρο στη βιβλιοθήκη έπρεπε να ανοίξω κάτι κούτες που είχαν μείνει κλειστές από τη μετακόμισή μου, δέκα μήνες τώρα.
Άνοιξα την πρώτη και αμέσως φάνηκε ανάμεσα σε άλλα παιδικά μου παιχνίδια το ροζ πουγκί του Αντρέα! Το είχαν βάλει οι γονείς μου γνωρίζοντας ότι θα το ήθελα μαζί μου! Ποιος είναι ο Αντρέας; Ο πάπιος–κούκλος των παιδικών μου χρόνων. Ποτέ δεν τον αποχωριζόμουν. Κι όταν τον έδωσα κράτησα το πουγκί του.
Αμέσως ένιωσα την ανάγκη να γράψω για το πώς βρέθηκε στα πράγματά μου αυτό το πουγκί. Να αποχαιρετίσω τον Αντρέα, τα παιδικά μου χρόνια, τα Χριστούγεννα στο σπίτι με τους γονείς και όλη την οικογένεια.
Ξεκίνησα να γράφω απόγευμα. Έγραφα – έγραφα και δεν σταματούσα. Τα τηλέφωνα άρχισαν να χτυπούν. Φίλοι με καλούσαν αλλά εγώ ήθελα να κάνω παραμονή Χριστουγέννων ΜΟΝΟΣ μου. Να γράφω και να αναπολώ.  Σε όλους έλεγα μια δικαιολογία. Σύντομα μίλησαν μεταξύ τους και ανακάλυψαν τα ψέματά μου.  Απτόητος εγώ διεκδίκησα το δικαίωμα στην απομόνωση!
 Έγραφα, έγραφα μέχρι που χωρίς να το καταλάβω ξημέρωσε Χριστούγεννα.  Το «Πουγκί του Αντρέα» έμελε να είναι το πρώτο από τα διηγήματα που σήμερα περιλαμβάνονται στον τόμο «Τα Χριστούγεννα των παιδιών». Είναι ίσως το πιο προσωπικό Χριστουγεννιάτικο κείμενό μου.
Δυο χρόνια αργότερα όλα άλλαξαν – γεννήθηκε η Ελεάννα και αργότερα ο Σείριος. Τα παιδιά μου πια ξαναέδωσαν στα Χριστούγεννα την οικογενειακή θαλπωρή που τους ανήκει.   

Ένα βιβλίο μια ιστορία από την Ρένα Ρώσση – Ζαϊρη
Η Ντανιέλα λέει όχι!
Ρένα Ρώσση - Ζαϊρη
Σπύρος Γούσης
Εκδόσεις Ψυχογιός

Η «Ντανιέλα λέει όχι», είναι ένα από τα πιο αγαπημένα μου παιδικά βιβλία. Στροβιλιζόταν καιρό η ιστορία στο μυαλό μου, γιατί ήθελα να γράψω ένα βιβλίο που να βοηθάει τα παιδιά να συνειδητοποιήσουν πως το σώμα τους, τους ανήκει και πως κανένας δεν έχει το δικαίωμα να το αγγίξει, αν εκείνα δε θέλουν. Δουλεύοντας χρόνια ως νηπιαγωγός, άκουγα τους προβληματισμούς των παιδιών, άκουγα και τους γονείς τους που αγωνιούσαν για τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε τους να μιλήσουν, χωρίς να τα τρομάξουν, για το συγκεκριμένο θέμα. Ιδιαίτερα οι γονείς των παιδιών που δύσκολα ανοίγονταν, δύσκολα συζητούσαν.
Η ίδια η κόρη μου, που δεν ήθελε ποτέ στη ζωή της να τη γαργαλάει κανένας, με βοήθησε να βρω τον τρόπο να περάσω στα παιδιά, αλλά και στους γονείς το μήνυμα που ήθελα. Έτσι η μικρή κουνελίτσα, η ηρωίδα μου, χειρίζεται άλλοτε αστεία κι άλλοτε τρυφερά, ένα θέμα τόσο επίκαιρο και συνάμα τόσο δύσκολο.

Ένα βιβλίο μια ιστορία από τον Άρη Δημοκίδη.

Η Παράξενη Χρονομηχανή
Απ’ το πρώτο μου κιόλας βιβλίο έφτιαξα δύο ήρωες που με ακολουθούν εδώ και χρόνια. Η Στέλλα και ο Στέφανος, τα δύο αδέρφια με μαγικές δυνάμεις που τσακώνονται όπως όλα τα αδέρφια αλλά τα ξαναβρίσκουν στο λεπτό, βασίστηκαν στην αδερφή μου και σε μένα και στις περιπέτειες που (νομίζαμε ότι) ζούσαμε μικροί. Τότε που με τη φαντασία μας φτιάχναμε μαγικούς κόσμους, βλέπαμε παντού μυστήρια που ζητούσαν λύση και ταξιδεύαμε με το μυαλό. Απ’ όταν έφτιαξα τους ΣΤΕ (τη Στέλλα και το Στέφανο δηλαδή) ήξερα πως θα τους χρησιμοποιούσα σε πολλά βιβλία μου –τέσσερα μέχρι στιγμής- γιατί μ’ αυτούς γινόμουν ξανά παιδί και αισθανόμουν σα να ζούσα κι εγώ μαζί τις περιπέτειές τους.
Μικρός ήθελα να φτιάξω μια χρονομηχανή (ω, οι εποχές που νομίζαμε ότι όλα ήταν δυνατά!) και να ταξιδεύω μπρος και πίσω στο χρόνο. Στην Παράξενη Χρονομηχανή που είναι το πιο πρόσφατο βιβλίο μου με τους ΣΤΕ, οι ήρωες πρέπει να γνωρίσουν την ιστορία του πλανήτη μας για να λύσουν ένα περίεργο μυστήριο. Και για να συλλέξουν πληροφορίες αποφασίζουν να γνωρίσουν τον κόσμο από πρώτο χέρι, ταξιδεύοντας με την χρονομηχανή σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του χρόνου που τους ενδιαφέρουν, μαζεύοντας, σαν κομματάκια του παζλ, τα στοιχεία που λύνουν το μυστήριο.
Κι εγώ θα ήθελα να βρεθώ στην εποχή των δεινοσαύρων και να ζήσω περιπέτειες. Κι εγώ θα ταξίδευα ευχαρίστως στην Αρχαία Ελλάδα για να δω πώς ήταν η καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Επίσης σαν τρελός θα ήθελα να μπω στη χρονομηχανή και να βρεθώ στο παλάτι των Βερσαλλιών, στο Παρίσι την εποχή της Μαρίας Αντουανέτας και να χορέψω στις μεγάλες γιορτές της. Θα ήθελα να πάω όμως και στο μέλλον, στη Θεσσαλονίκη του 3012 ή ακόμα πιο μετά και να δω πώς θα είναι η ζωή των ανθρώπων που θα έρθουν μετά από μας.Και επειδή δεν μπορώ να ταξιδέψω σ’ όλα αυτά τα μέρη, έγραψα την Παράξενη Χρονομηχανή, ελπίζοντας πως όσοι τη διαβάσουν θα ταξιδέψουν με τρόπο μαγικό, έστω και με τη φαντασία τους…

O Oρφέας και οι νταήδες με τα κίτρινα ποδήλατατου Μερκουρίου Αυτζή.

Ο Ορφέας και οι νταήδες με τα κίτρινα ποδήλατα είναι το τελευταίο μου βιβλίο και το τρίτο της τριλογίας με ήρωα τον Ορφέα.
Πώς ξεκίνησε; Πρώτα γεννήθηκε ο ήρωας, ο οποίος στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας με τον τίτλο «Ένα … ψυγείο για τον Ορφέα» είναι λαίμαργος και παχουλός και το αποτέλεσμα της μυθοπλαστικής μετάλλαξης δύο κοριτσιών (της Έλενας & Μαρίας), που στην πραγματικότητα ήταν και συνεχίζουν να είναι παχύσαρκες. Στο δεύτερο βιβλίο ο Ορφέας παρουσιάζεται με φυσιολογικό βάρος και με αφορμή τους Παγκόσμιους Αγώνες Special Olympics γίνεται εθελοντής – βοηθός του Μάνου, ενός αθλητή Special Olympics με σύνδρομο Down. Όσο για το τρίτο βιβλίο, για το οποίο γίνεται λόγος, πραγματεύεται την ενδοσχολική βία, που δυστυχώς τα τελευταία χρόνια συναντάται συχνά στα δημοτικά σχολεία, και βασίζεται σε ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη πρόπερσι σ’ ένα σχολείο της Θεσσαλονίκης όπου δίδασκα. Τι είχε συμβεί; Μια ομάδα παιδιών χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο ενοχλούσαν αφόρητα ένα άλλο αγόρι που από τη φύση του είχε το ρόλο του θύματος.


Το Δέντρο το Μονάχο,
από την Μαρία Παπαγιάννη.

Το δέντρο το μονάχο είναι το τελευταίο μου βιβλίο. Πως ξεκίνησε; Τα τελευταία χρόνια έχω ανακαλύψει μια αετοφωλιά στα Αστερούσια κάτω από την κορυφή του Κόφινα, ενός ιερού βουνού. Ίσως αυτό που μέτρησε περισσότερο κι από την υπέροχη θέα του χωριού στο Λιβυκό πέλαγος να ήταν ότι το χωριό έβγαζε για μένα τα απαραίτητα: Μέλι και αλάτι. Ότι νοστιμίζει το φαγητό και τη ζωή. Το λίγο παραπάνω. Εκεί γνώρισα ανθρώπους που είχαν να σου πουν για κάθε πέτρα μια ιστορία. Κι όχι μια απλή ιστορία. Πάνω σε μια πέτρα μπερδεύονται οι μοίρες όλων των ανθρώπων του χωριού. Σ΄ αυτό το μικρό τόπο βρήκα μια καινούργια πατρίδα. Με δικούς μου ανθρώπους. Ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν πάει πέρα από τα χωράφια τους αλλά οι κουβέντες τους συχνά ζυγίζουν πολλά κιλά σοφίας. Μια χούφτα άνθρωποι που ζούνε απομονωμένοι με τα δικά τους φωτεινά παραμύθια και σκοτεινούς θρύλους όπως ακριβώς είναι κι ο τόπος τους , όπως ακριβώς και η ζωή με τις δυο όψεις στο φως και στο σκοτάδι. Μπορεί η πλοκή του βιβλίου να μην έχει άμεση σχέση με τις ιστορίες που ακούω στα ταξίδια μου σ΄ αυτό το χωριό δεν θα μπορούσε όμως να συμβεί πουθενά αλλού. Η ιστορία φτιάχτηκε από τη δική τους μαγιά και τον δικό τους σπόρο. Όταν ακούς πολλά παραμύθια θα έρθει η σειρά να πεις το δικό σου.

Η στήλη μας 'Ένα βιβλίο μια ιστορία" ξεκινά με την ιστορία του βιβλίου "Για των Αστερισμό των διδύμων", όπως μας την περιγράφει η Ελένη Σβορώνου.

1.Για τον Αστερισμό των διδύμων,Ελένη Σβορώνου, Πατάκης

Είμαι στο γυμναστήριο και χαζεύω έξω από τη τζαμαρία. Και τότε αρχίζει. Μια φωνή μέσα μου αρχίζει να μιλεί. Είναι μια έφηβη, 16 χρονών, που δεν τα βρίσκει με τον εαυτό της. Βλέπω μια παρέα αγοριών παιδεύουν τα skateboards τους. Ενθουσιάζεται. Θέλει να πάρει skateboard και να πραγματοποιήσει άλματα στον αέρα. Από κει κι ύστερα εγώ απλώς έγραφα αυτά που μου έλεγε.